χρωμοσφαιρικός

χρωμοσφαιρικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χρωμόσφαιρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chromospheric < chromosphere (βλ. λ. χρωμόσφαιρα). Το επίθ. μαρτυρείται από το 1890 στο περιοδικό Προμηθεύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”